εκβιομηχανίζω

εκβιομηχανίζω
εκβιομηχάνισα, εκβιομηχανίστηκα, εκβιομηχανισμένος, μτβ., αναπτύσσω μια χώρα βιομηχανικά τόσο, ώστε να αποτελεί σ' αυτή η βιομηχανία τον κυριότερο παράγοντα της εθνικής της οικονομίας, τη βιομηχανοποιώ.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εκβιομηχανίζω — εκβιομηχανίζω, εκβιομηχάνισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εκβιομηχανίζω — προάγω τη βιομηχανία χώρας ή περιοχής σε κύριο οικονομικό παράγοντα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”